🇬🇷 el en 🇬🇧

μεγαλώνω verb

  /me.ɣaˈlo.no/
  • (αμετάβατο) γίνομαι μεγαλύτερος ως προς το μέγεθος
enlarge, grow up
  • (αμετάβατο) γίνομαι μεγαλύτερος στην ηλικία
grow up
  • (μεταβατικό) ανατρέφω ένα παιδί
raise, bring up
Wiktionary Links