🇬🇷 el en 🇬🇧

μεταγωγή noun

  /me.ta.ɣoˈʝi/
  • (δίκτυο υπολογιστών) switching: η διαδικασία μετάδοσης της πληροφορίας μέσω διαδοχικών ενδιάμεσων κόμβων (nodes) προκειμένου να επικοινωνήσουν δύο τερματικοί κόμβοι
switching
transduction
Wiktionary Links