🇬🇷 el en 🇬🇧

μεταφορικός adjective

  • (γραμματική) που έχει σχέση με μεταφορά ή αναφέρεται σ’ αυτή
metaphoric, metaphorical, figurative
  • (κυριολεκτικά) που έχει σχέση με μεταφορά (πραγμάτων ή ανθρώπων από ένα μέρος σε άλλο) ή αναφέρεται σ’ αυτή
portative
Wiktionary Links