🇬🇷 el en 🇬🇧

μετουσίωση noun

  /me.tuˈsi.o.si/
  • η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του μετουσιώνω
  • (χριστιανισμός) η μετατροπή του άρτου και του οίνου της Θείας Ευχαριστίας σε σώμα και αίμα Χριστού
transubstantiation
  • (κυριολεκτικά) το άλλαγμα της ουσίας ενός πράγματος, η αλλαγή της υπόστασής του
transubstantiation, transformation
  • (χημεία) το φαινόμενο της διάσπασης των δεσμών, στη δευτεροταγή, τριτοταγή ή τεταρτοταγή δομή χωρίς αλλαγές στην πρωτοταγή δομή
denaturation
Wiktionary Links