🇬🇷 el en 🇬🇧

μετοχή noun

  /me.toˈçi/
  • (γραμματική) κλιτή λέξη που διαθέτει τις ιδιότητες του επιθέτου και του ρήματος, ένα είδος ρηματικού επιθέτου
participle
  • (οικονομία) χρηματικός τίτλος που αντιπροσωπεύει ένα μέρος του κεφαλαίου μιας επιχείρησης
share, stock
  • (σπάνιο) η πράξη του να λαμβάνει μέρος κάποιος σε κάτι, η συμμετοχή
participation
Wiktionary Links