🇬🇷 el en 🇬🇧

μηχανική noun

  /mi.xa.niˈci/
mechanics
  • (τεχνολογία) η εφαρμογή των μαθηματικών και της φυσικής στην πράξη, για την ανάπτυξη της τεχνολογίας και την εξυπηρέτηση των ανθρώπινων αναγκών
engineering
Wiktionary Links