🇬🇷 el en 🇬🇧

μηχανικός noun

  • (επάγγελμα) επαγγελματίας με αντικείμενο είτε το σχεδιασμό και την επίβλεψη δομικών έργων, είτε θέματα που αφορούν μηχανές
engineer
  • (σπάνιο) χειριστής μιας μηχανής
mechanic

μηχανικός adjective

mechanical
Wiktionary Links