🇬🇷 el en 🇬🇧

μνήμη noun

  /ˈmni.mi/
memory, recollection
  • μικρότερη δυνατή ποσότητα μνήμης, βλ. δυφίο ή δυαδικό ψηφίο
bit
  • (υλικό υπολογιστή) τα διάφορα αποθηκευτικά μέσα του υπολογιστή (μη πτητική μνήμη)
storage
Wiktionary Links