🇬🇷 el en 🇬🇧

μοίρα noun

  /ˈmi.ɾa/
  • το πεπρωμένο, το γραφτό, το ριζικό
fate, destiny
  • (γεωμετρία) μονάδα μέτρησης τόξων ή γωνιών, ίση με το 1/360 του κύκλου (συμβολίζεται με °)
degree
  • (στρατιωτικός όρος) μονάδα του πυροβολικού, των ειδικών δυνάμεων, του ναυτικού ή της αεροπορίας
squadron
Wiktionary Links