🇬🇷 el en 🇬🇧

μολύβι noun

  /moˈli.vi/
  • (γραφική ύλη) αντικείμενο που χρησιμεύει στη γραφή, αποτελούμενο από μια στήλη γραφίτη περιβαλλόμενη συνήθως από ξύλο
pencil
Wiktionary Links