🇬🇷 el en 🇬🇧

μοναστήρι noun

  /mo.nasˈti.ɾi/
monastery, convent, cloister, abbey, friary, priory

Μοναστήρι properNoun

  /mo.naˈsti.ɾi/
  • πόλη της Βόρειας Μακεδονίας (ιστορία) η πόλη της Βόρειας Μακεδονίας Μπίτολα (→ δείτε και Βιτώλια)
Bitola, Monastir

Μοναστήρι properNoun

  /mo.naˈsti.ɾi/
  • οικισμών της Ελλάδας ονομασία οικισμών της Ελλάδας
Monastiri
Wiktionary Links