🇬🇷 el en 🇬🇧
μοντέλο noun |
|
---|---|
model |
- σχεσιακό μοντέλο
- relational model
- νηματικό μοντέλο
- wire frame, wire-frame, wireframe
- μοντέλο δεδομένων
- data model
- μοντέλο αντικειμένου εγγράφου
- Document Object Model
- μοντέλο οντοτήτων συσχετίσεων
- entity-relationship model
- μοντέλο OSI
- ISO-OSI model, OSI model
- μοντέλο ΟΣ
- ER model
- χρωματικό μοντέλο
- color model
Wiktionary Links
- ελληνικά: μοντέλο