🇬🇷 el en 🇬🇧

μονός adjective

  • που αποτελείται από ένα μόνο στοιχείο ή μέλος ή κομμάτι
clear cut
  • (για ακέραιους αριθμούς) περιττός, που δεν διαιρείται με το δύο
odd
Wiktionary Links