🇬🇷 el en 🇬🇧
μου |
|
---|---|
|
me |
|
my |
μου |
|
---|---|
moo |
- δε μου καίγεται καρφί
- I, don't, give a damn
- δικός μου
- mine
- με όλη μου την καρδιά
- wholeheartedly
- κάθομαι στ' αβγά μου
- mind one's own business
- επαναπαύομαι στις δάφνες μου
- rest on one's laurels
- μία σου και μία μου
- tit for tat, tit-for-tat
- γράφω στα παλιά μου τα παπούτσια
- despise, look down on someone
- μη μου άπτου
- noli me tangere, touch-me-not
- Θεέ μου
- my God, oh my God
Wiktionary Links
- ελληνικά: μου