🇬🇷 el en 🇬🇧

μουλάρι noun

  /muˈla.ɾi/
  • (θηλαστικό ζώο) στείρο ζώο που προκύπτει από διασταύρωση, συνήθως, φοράδας με αρσενικό γάιδαρο και, σπανιότερα, αρσενικού αλόγου με γαϊδούρα. Χαρακτηρίζεται από μεγάλη αντοχή, δύναμη και σταθερότητα στο βάδισμα για αυτό και στο παρελθόν χρησιμοποιούταν σε γεωργικές εργασίες (όργωμα, μεταφορές, κ.λπ.). Το κεφάλι και το σώμα του μοιάζουν περισσότερο με του αλόγου ενώ τα αυτιά και τα πόδια του με του γαϊδάρου
mule
Wiktionary Links