🇬🇷 el en 🇬🇧

μπαγιάτικος adjective

  /baˈʝa.ti.kos/
  • (για τρόφιμα) που έχει αρκετά παλιά ημερομηνία παραγωγής / παρασκευής και η γεύση του, η όψη του και η οσμή του δεν το κάνουν πια ελκυστικό για κατανάλωση
stale, musty
Wiktionary Links