🇬🇷 el en 🇬🇧

μπαρ noun

  • κατάστημα που σερβίρει οινοπνευματώδη ποτά
bar, pub

μπαρ noun

  • (μετεωρολογία) μονάδα μέτρησης της ατμοσφαιρικής πίεσης
bar
Wiktionary Links