🇬🇷 el en 🇬🇧

μπαρκάρω verb

  /baɾˈka.ɾo/
  • επιβιβάζομαι σε πλοίο, για να ταξιδέψω ως επιβάτης
embark, board
  • (μεταβατικό) φορτώνω σε πλοίο εμπορεύματα-αγαθά
lade
Wiktionary Links