🇬🇷 el en 🇬🇧

μποτιλιάρισμα noun

  • (μεταφορικά) συσσώρευση οχημάτων τέτοια, που σταματά ή επιβραδύνει υπερβολικά την κυκλοφορία
bottleneck, gridlock
Wiktionary Links