🇬🇷 el en 🇬🇧

μπουκώνω verb

  /buˈko.no/
  • (μεταβατικό) παραγεμίζω το στόμα κάποιου με τροφή
  • (μεταβατικό) παραγεμίζω έναν κινητήρα με καύσιμο προκαλώντας το σταμάτημά του
stuff, glut, overfeed
Wiktionary Links