🇬🇷 el en 🇬🇧

μπράτσο noun

  /ˈbɾa.t͡so/
  • συνώνυμο του βραχίονας (ανθρώπινο σώμα) συνώνυμο του βραχίονας
upper arm
  • τμήμα καθίσματος για στήριξη των χεριών
armrest
Wiktionary Links