🇬🇷 el en 🇬🇧

μπροστά adverb

  /bɾoˈsta/
  • (τοπικό επίρρημα, για στάση) προς την κατεύθυνση που κοιτάζει ο παρατηρητής
in front of, ahead of, by comparison
  • δηλώνει κίνηση προς τα εμπρός
ahead, forge ahead, go ahead, move forward
  • (μεταφορικά) για να δηλώσει αυτόν που ηγείται, που είναι αρχηγός ή πρωτοπόρος
by comparison
  • προσδιορίζει κάποιον ή κάτι που βρίσκεται στην πρώτη σειρά ή θέση σε σχέση με τον ομιλητή
in front
Wiktionary Links