🇬🇷 el en 🇬🇧

μπόλια noun

  /ˈbo.ʎa/
  • (λαϊκότροπο, ενδυμασία) κεφαλομάντιλο
  • (λαϊκότροπο) περιτόναιο σφάγιων
caul fat
Wiktionary Links