🇬🇷 el en 🇬🇧

μόδα noun

  /ˈmo.ða/
fashion, trend
  • τάση σχετική με το ντύσιμο ή γενικά την εξωτερική εμφάνιση που υιοθετείται ευρύτατα για κάποιο χρονικό διάστημα
  • (γενικότερα) συνήθεια που υιοθετείται παροδικά από μεγάλο αριθμό ατόμων
in fasion
Wiktionary Links