🇬🇷 el en 🇬🇧

μόνος adjective

  • (χωρίς άρθρο) ολομόναχος, δίχως συντροφιά ή βοήθεια· δείτε και την αντωνυμία παρακάτω
single, only, alone, lorn
Wiktionary Links