🇬🇷 el en 🇬🇧

μύλος noun

  /ˈmi.los/
  • η βιομηχανική ή βιοτεχνική εγκατάσταση - εργαστήριο όπου γίνεται άλεση καρπών
mill
  • το κυλινδρικό τμήμα ενός περίστροφου, όπου μπαίνουν οι σφαίρες
cylinder

Μύλος properNoun

  /ˈmi.los/
Mylos
Wiktionary Links