🇬🇷 el en 🇬🇧

να

  /na/ , /ˈna/
  • (με παρελθοντικό χρόνο) δηλώνει το αντίθετο του πραγματικού ή απραγματοποίητη ευχή
  • (σε απαντήσεις) μπορεί να δηλώνει συμφωνία], αποδοχή ή παραχώρηση
  • (σε επιφωνηματικές προτάσεις) δηλώνει αγανάκτηση, έκπληξη, θαυμασμό
  • (σε ερωτηματικές προτάσεις) δηλώνει απορία, επιθυμία, αγανάκτηση ή άλλα συναισθήματα
  • (σε κύριες προτάσεις)
  • δηλώνει προτροπή, διαταγή, απαγόρευση ή παράκληση
  • μακάρι, είθε δηλώνει ευχή ή κατάρα (μπορεί να συνοδεύεται από τα μακάρι, είθε )
  • αντί του υποθετικού, παραχωρητικού ή αοριστολογικού αν
  • εισάγει βουλητικές προτάσεις (συχνά με τα χωρίς, δίχως, αντί)
  • εισάγει ειδικές προτάσεις
  • εισάγει συμπερασματικές προτάσεις
  • εισάγει τελικές προτάσεις
  • σε αναφορικές προτάσεις
  • σε χρονικές προτάσεις μετά τα μέχρι, πριν, προτού
that, should
  • (σε δευτερεύουσες προτάσεις)
that, to, should
Wiktionary Links
  • ελληνικά: να