🇬🇷 el en 🇬🇧
να |
|
---|---|
|
that, to, should |
- για να
- so that, to
- δεν αφήνω πέτρα που να μην αναποδογυρίσω
- leave no stone unturned
- εγώ να δεις
- tell me about it
- πάει να πει
- mean
- να σε πάρει ο διάολος
- hand truck
- ζήσε Μάη μου να φας τριφύλλι
- that'll be the day
- αν βάζεις τον κώλο σου να σου κάνει δουλειά, σκατά δουλειά θα κάνει
- if you pay peanuts, you get monkeys
- ούτε που να το φανταζόμουν
- little would I know
- [[να είσαι καλά|να 'σαι καλά]]
- thank you
🇬🇧 en el 🇬🇷
Wiktionary Links
- ελληνικά: να