🇬🇷 el en 🇬🇧

νεοφυής adjective

  • (βοτανική) που έχει βλαστήσει πρόσφατα
new-grown
  • (νεολογισμός) (για επιχειρήσεις) που ιδρύθηκε πρόσφατα ή πρόκειται συντόμως να ιδρυθεί κι έχει μεγάλες προοπτικές ανάπτυξης
new-grown, start-up
Wiktionary Links