🇬🇷 el en 🇬🇧

νεύρωση noun

  • (ψυχολογία) παθολογική διαταραχή της ψυχικής κατάστασης που όμως δεν σχετίζεται με αλλοιώσεις ή παθήσεις του νευρικού συστήματος (δείτε ψύχωση). Εκδηλώνεται με ψυχοσωματικά συμπτώματα (εφίδρωση, ταχυπαλμία, αϋπνία, κ.λπ.)
neurosis
Wiktionary Links