🇬🇷 el en 🇬🇧

νοθεύω

doctor

νοθεύω verb

  /noˈθe.vo/
  • ανακατεύω ένα προϊόν με άλλο, κατώτερης ποιότητας και τιμής, προκειμένου να ωφεληθώ οικονομικά εις βάρος του αγοραστή
adulterate
Wiktionary Links