🇬🇷 el en 🇬🇧

νομή noun

  /noˈmi/
  • (κατ’ επέκταση) η φυτική τροφή που βρίσκουν τα ζώα και βοσκούν σ' αυτή την έκταση
fodder
  • (ιατρική) λοίμωξη του στόματος και του προσώπου, η γαγγραινώδης στοματίτιδα (cancrus oris)
noma
  • έκταση όπου υπάρχει φυτική τροφή για ζώα
pasturage
  • (νομικός όρος) η φυσική εξουσίαση κάποιου πράγματος από πρόσωπο, χωρίς η θέληση να το κατέχει να στηρίζεται πάντοτε σε πραγματικό δικαίωμα
possession
Wiktionary Links