🇬🇷 el en 🇬🇧

νομικός adjective

  /no.miˈki/ , /no.miˈko/ , /no.miˈkos/
  • που αναφέρεται ή ανήκει στους νόμους ή στους ασχολούμενους με αυτούς
legal

νομικός noun

  /no.miˈki/ , /no.miˈko/ , /no.miˈkos/
  • ο επιστήμονας που ασχολείται με τους νόμους
jurist
Wiktionary Links