🇬🇷 el en 🇬🇧

νοστιμιά noun

  • (μεταφορικά) η κομψότητα, το καλό γούστο, η χάρη
cuteness
  • η ιδιότητα του νόστιμου, ευχάριστη γεύση
flavour, savour
Wiktionary Links