🇬🇷 el en 🇬🇧

νταής noun

  • (ιστορία) τίτλος του κυβερνήτη του Εγιαλετίου του Αλγερίου της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (αλλά και της Τύνιδας και της Τριπολίτιδας)
dey
  • (λαϊκότροπο) παλικαράς, καβγατζής
bully
Wiktionary Links