🇬🇷 el en 🇬🇧

νύφη noun

  /ˈni.fi/
  • η γυναίκα που πρόκειται να παντρευτεί ή την ώρα του γάμου της
bride
  • η γυναίκα του αδελφού μου
sister-in-law
  • η γυναίκα του γιου μου
daughter-in-law
Wiktionary Links