🇬🇷 el en 🇬🇧

ξάφρισμα noun

  • η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ξαφρίζω
  • (αργκό) η κλοπή με αφαίρεση χρημάτων ή αντικειμένων από πορτοφόλι ή χώρο
petty theft, pilfering, skim off
  • η αφαίρεση του αφρού από τρόφιμο που μαγειρεύεται
petty theft, pilfering, skim, skim off, skim the fat
Wiktionary Links