🇬🇷 el en 🇬🇧

ξένος adjective

  /ˈkse.nos/
foreign, extraneous
  • (θεωρία συνόλων) για σύνολα που δεν έχουν κοινά στοιχεία μεταξύ τους, που η τομή τους είναι το κενό σύνολο
disjoint

ξένος noun

  /ˈkse.nos/
stranger, foreigner, outsider, alien
Wiktionary Links