🇬🇷 el en 🇬🇧

ξέπλυμα noun

  • (μεταφορικά) η κάθαρση μέσω νομότυπων επιχειρήσεων και χρηματιστηριακών συναλλαγών του βρώμικου χρήματος, εκείνου που αποκτήθηκε με παράνομες δραστηριότητες ή που δεν φορολογείται
laundering, racketeering, wish-wash
  • το ξέβγαλμα, η ρήψη άφθονου νερού για να καθαριστούν τα πλυμένα από τα σαπούνια
rinse out, wish-wash
Wiktionary Links