🇬🇷 el en 🇬🇧

ξαπλώνω verb

  • πέφτω στο κρεβάτι για να κοιμηθώ ή απλώς να ξεκουραστώ
go to bed, lay down, lie down, sit back, sprawl
  • ρίχνω κάποιον στο έδαφος με δυνατό χτύπημα
knock down
Wiktionary Links