🇬🇷 el en 🇬🇧

ξεμπλέκω verb

  • ξεμπερδεύω μαλλιά, νήματα
untangle, disentangle
  • βοηθώ κάποιον να ξεφύγει από μια περίπλοκη κατάσταση, τον απεμπλέκω
get out
  • λύνω ένα περίπλοκο πρόβλημα
sort out, straighten out
Wiktionary Links