🇬🇷 el en 🇬🇧

ξενυχτίζω verb

  • περνάω τη νύχτα διασκεδάζοντας
go out, stay out
  • κρατώ κάποιον ξάγρυπνο όλη τη νύχτα
keep up
  • μένω ξύπνιος όλη τη νύχτα ή το μεγαλύτερο μέρος της
stay up, stay up late
Wiktionary Links