🇬🇷 el en 🇬🇧

ξεφυλλίζω verb

  /kse.fiˈli.zo/
  • ρίχνω μια ματιά σε βιβλίο, περιοδικό κλπ, κοιτάζοντας μερικές μόνο σελίδες στα γρήγορα
cycle through, flick through, riffle
Wiktionary Links