🇬🇷 el en 🇬🇧

ξυπνάω verb

  /ksiˈpna.o/
  • (μεταβατικό) αφυπνίζω κάποιον που ζει με ψευδαισθήσεις, σε μια ονειρική πραγματικότητα ή είναι αδρανής
wake up, awake
  • (αμετάβατο) σταματάω να έχω ψευδαισθήσεις, να ζω σε μια ονειρική πραγματικότητα ή να είμαι αδρανής, αφυπνίζομαι
wake up
Wiktionary Links