🇬🇷 el en 🇬🇧

οδός noun

  /oˈðos/
street, road, way, channel
  • μέρος εδάφους που έχει διαμορφωθεί έτσι ώστε να επιτρέπει την μετακίνηση ανθρώπων και οχημάτων
  • (μεταφορικά) τρόπος ενέργειας
royal road
Wiktionary Links