🇬🇷 el en 🇬🇧

οικοτροφείο noun

  /i.ko.tɾoˈfi.o/
  • ίδρυμα ή παράρτημα ενός οργανισμού (κυρίως ιδιωτικού σχολείου) που δέχεται οικότροφους, κυρίως μαθητές
boarding school
Wiktionary Links