🇬🇷 el en 🇬🇧

ομιλητής noun

  /o.mi.liˈtis/
  • φυσικός ομιλητής: αυτός που έχει μια γλώσσα για μητρική του
native speaker
  • αυτός που εκφωνεί ένα λόγο, μια ομιλία
speaker
Wiktionary Links