🇬🇷 el en 🇬🇧

ονίσκος noun

  /oˈni.skos/
  • (ζώο) είδος μικρού (1 εκατοστό) καρκινοειδούς της οικογένειας των ονισκιδών (π.χ. Oniscus asellus)
oniscus
Wiktionary Links