🇬🇷 el en 🇬🇧

ονομαστική noun

  /o.no.ma.stiˈci/
  • (γραμματική) η πτώση με την οποία δηλώνεται το υποκείμενο στα κλιτά μέρη του λόγου
nominative
Wiktionary Links