🇬🇷 el en 🇬🇧

οπλισμός noun

  /o.pliˈzmos/
  • (μουσική) οι διέσεις ή υφέσεις που βρίσκονται στην αρχή ενός πεντάγραμμου και καθορίζουν την κλίμακα ενός μουσικού κομματιού
key signature
  • ένα σύνολο από όπλα (που χρησιμοποιεί ένας ένοπλος ή ένα σύνολο ανθρώπων, π.χ. στρατός)
weaponry
Wiktionary Links