🇬🇷 el en 🇬🇧

ορεκτικός adjective

  /o.ɾe.ktiˈkos/
  • που προκαλεί την επιθυμία για (το κανονικό) φαγητό (που έπεται), που ανοίγει την όρεξη
delicious
Wiktionary Links